καταγώγιμον

καταγώγιμον
κατᾰγώγ-ιμον, τό,
A = καταγώγιον 11, PTeb.35.5 (ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταγώγιμον — καταγώγιμον, τὸ (Α) το αντίτιμο τής μεταφοράς ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγώγιμον (ουδ. τού ἀγώγιμος «αυτός που μπορεί να οδηγηθεί εύκολα»)] …   Dictionary of Greek

  • καταγώγιο — το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι) νεοελλ. κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος μσν. καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον») μσν. αρχ. κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”